- προγονισμός
- οκληρονομικότητα, αταβισμός, προπατορισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προγονισμός — ο, Ν βιολ. το φαινόμενο τής επανεμφάνισης σε κάποιο οργανισμό χαρακτήρων που ανήκουν στους άμεσους, πλησιέστερους προγόνους του, όπως λ.χ. στον παππού ή στον προπάππο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόγονος + ισμός*] … Dictionary of Greek
αταβισμός — ο (λ. λατ.), εμφάνιση σε απογόνους, ύστερα από δύο ή περισσότερες γενιές, χαρακτηριστικών ιδιοτήτων προγόνου, προγονική κληρονομικότητα, προγονισμός: Ο αταβισμός είναι βιολογικό φαινόμενο που έχει εξηγηθεί από την επιστήμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)